- αντιδιαβητικός
- -ή, -όαυτός που καταπολεμά το διαβήτη, που ωφελεί τους διαβητικούς: Το κυριότερο αντιδιαβητικό φάρμακο είναι η ινσουλίνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιδιαβητικός — ή, ό (για φάρμακο, δίαιτα, τροφές) αυτός που αποβλέπει στην καταπολέμηση του διαβήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + διαβητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek